αναγόρευση

αναγόρευση
η (Α ἀναγόρευσις)
δημόσια ανακήρυξη, επίσημη απονομή τίτλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγορεύω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναγορευτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αναγόρευση — η η δημόσια ανακήρυξη: Αύριο θα γίνει η αναγόρευση του Α σε επίτιμο διδάκτορα της Νομικής Σχολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναγορεύσῃ — ἀναγορεύσηι , ἀναγόρευσις public proclamation fem dat sg (epic) ἀναγορεύω proclaim publicly aor subj mid 2nd sg ἀναγορεύω proclaim publicly aor subj act 3rd sg ἀναγορεύω proclaim publicly fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναγορεύσῃ , ἀναγορεύω proclaim… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγορευτικός — ή, ό [αναγόρευση] ο σχετικός με την αναγόρευση …   Dictionary of Greek

  • ακαδημαϊκός — ή, ό (Α ἀκαδημαϊκός, ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία* φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές» 2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος) 3. αυτός που ανήκει ή …   Dictionary of Greek

  • ανάδειξη — η (Α ἀνάδειξις) [ἀναδεικνύω] εκλογή σε αξίωμα, ανακήρυξη, αναγόρευση νεοελλ. εξύψωση, προαγωγή, προβολή αρχ. 1. τελετή επίσημης αναγνώρισης ή καθιέρωσης 2. παρουσίαση, εμφάνιση …   Dictionary of Greek

  • ανάρρηση — η (Α ἀνάρρησις) νεοελλ. η αναγόρευση, η ανακήρυξη, η άνοδος κάποιου σε αξίωμα αρχ. η δημόσια απονομή επάθλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < (απρμφ. αορ.) αναρρηθήναι τού αναγορεύω] …   Dictionary of Greek

  • αναγορεύω — (Α ἀναγορεύω) απονέμω αξίωμα ή τίτλο δημόσια, ανακηρύσσω νεοελλ. 1. κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω 2. (ενεργ. και μέσ.) υπενθυμίζω 3. διαβάλλω, κακολογώ, συκοφαντώ αρχ. δίνω προσωνυμία σε κάποιον, χαρακτηρίζω, αποκαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. ἀν(α) * + ἀγορεύω …   Dictionary of Greek

  • ανακήρυξη — η (ΑΜ ἀνακήρυξις) [ἀνακηρύσσω] 1. επίσημη απονομή τίτλου, αναγόρευση 2. δημόσια γνωστοποίηση, ανακοίνωση, δημοσίευση …   Dictionary of Greek

  • ανείπον — ἀνεῑπον (Α) (χρησιμοποιείται ως αόρ. του αναγορεύω*) 1. αναγορεύω*, ανακηρύσσω «κᾱρυξ ἀνέειπέ νιν» ο κήρυκας τον αναγόρευσε νικητή (Πίνδ.) 2. διακηρύσσω, προαναγγέλλω «τῷ ἀπειθοῡντι πάντα τὰ χαλεπὰ ἀνεῑπεν» διακήρυξε τι περιμένει όποιον… …   Dictionary of Greek

  • καισαρίκιος — ο (Α καισαρίκιος, ον) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το καισαρίκιο το στέμμα τών καισάρων χωρίς σφαίρωμα και σταυρό 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά καισαρίκια η χλαμύδα και το στεφάνι με τα οποία ο βασιλιάς περιέβαλλε τον καίσαρα κατά την αναγόρευσή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”